- μάνατζερ
- ο άκλ. менеджер
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μάνατζερ — ο 1. οικονομικός σύμβουλος και διαχειριστής τών συμφερόντων καλλιτεχνών, αθλητών κ.λπ. 2. προπονητής αθλητή 3. διευθυντής επιχείρησης. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. manager < manage < ιταλ. maneggio] … Dictionary of Greek
μάνατζερ — ο, η άκλ. (λ. αγγλ.) 1. ο διευθυντής ή ο υπεύθυνος μιας εμπορικής επιχείρησης ή εταιρείας. 2. ο πράκτορας που διαχειρίζεται τις οικονομικές και τις λοιπές υποθέσεις ενός καλλιτέχνη ή αθλητή κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κλας — (The Clash). Βρετανικό συγκρότημα της ροκ μουσικής. Ίσως το πιο αυθεντικό, το πιο ριζοσπαστικό και το πιο πολιτικοποιημένο μουσικό σχήμα της γενιάς του πανκ, υπήρξε ταυτόχρονα και το πιο επιτυχημένο στις ΗΠΑ. Οι Κ. σχηματίστηκαν το 1976 στο… … Dictionary of Greek
μάνατζμεντ — το η τεχνική τής διοίκησης, διεύθυνσης και οργάνωσης επιχειρήσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. management (βλ. και μάνατζερ)] … Dictionary of Greek
Κέιλ, Τζον — (John Cale, Γκάρναντ, Ουαλία 1940 –). Ουαλός μουσικός. Σπούδασε μουσική στο κολέγιο Γκόλντσμιθς στο Λονδίνο και ξεκίνησε ως τσελίστας κλασικής μουσικής. Το 1963, εποχή κατά την οποία έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην αμερικανική αβανγκάρντ,… … Dictionary of Greek
Ντάγκλας, Κερκ — (Kirk Douglas, Νέα Υόρκη 1916 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του αμερικανού ηθοποιού, σκηνοθέτη και παραγωγού Ισούρ Ντανιέλοβιτς (Issur Danielovitch). Με το χαρακτηριστικό «λακάκι» στο σαγόνι του, μαζί με τους Μπαρτ Λάνκαστερ, Γκρέγκορι Πεκ και… … Dictionary of Greek